φροκάλι
Смотреть что такое "φροκάλι" в других словарях:
φροκάλι — το, Ν φρόκαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. φιλοκάλιον «σκούπα», μέσω ενός τ. *φλοκάλι με ανομοίωση του λ σε ρ ] … Dictionary of Greek
φροκάλι — το βλ. φρόκαλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φροκαλιά — η, Ν [φροκάλι] φρόκαλο, σκούπα … Dictionary of Greek
φρόκαλο — φρόκαλο, το και φροκάλι, το 1. ό,τι παρασύρεται στο σκούπισμα, το σκουπίδι. 2. η σκούπα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)